τρωγλοδύτις
Look at other dictionaries:
τρωγλοδύτις — ιδος, ἡ, Α τρωγλῑτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρωγλοδύτης* + κατάλ. ις, ιδος. Πρόκειται για είδος μύρου αιθιοπικής προέλευσης (βλ. και λ. τρωγλῖτις)] … Dictionary of Greek
τρωγλίτις — (II) ίτιδος, η, ΜΑ το φυτό σμύρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις* και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία] … Dictionary of Greek